γελοιογράφημα

γελοιογράφημα
[гелиографима] ουσ. о. карикатура,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γελοιογράφημα" в других словарях:

  • γελοιογράφημα — το βλ. γελοιογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελοιογράφηση — η και γελοιογράφημα, το η ιχνογράφηση προσώπου ή η παρουσίαση θέματος με τρόπο που προκαλεί το γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • καρικατούρα — η 1. γελοιογραφία, γελοία απομίμηση, γελοιογράφημα 2. παρωδία 3. τερατομορφία, δυσμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caricatura] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»